- χονδροδυστροφία
- η, Νιατρ. ομάδα νόσων που χαρακτηρίζονται από ενδογενείς, κυρίως, διαταραχές τής ενδοχόνδριας οστέωσης και τής αύξησης τών οστών κατά μήκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondrodystrophie < χόνδρος + δυστροφία].
Dictionary of Greek. 2013.